- διαξάνασα
- διαξάνᾱσα , διά-ξανάωgrow weary with carding woolaor ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρενυφαίνω — Α [ενυφαίνω] υφαίνω κάτι ανάμεσα, ενυφαίνω («ἡ φύσις τὸ νεῡρον διαξάνασα πανταχόθεν εἰς πολλὰς ἴνας ἐπ εὐθείας παρενύφανεν οὕτω τὴν σάρκα ὡς κρόκην στήμονι», Αλέξ. Αφρ.) … Dictionary of Greek